- δηλοῦντος
- δηλόωmake visiblepres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερώνυξ — κερῶνυξ, ώνυχος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. ως επίθ. τού Πανός) 1. αυτός που έχει κεράτινες οπλές, νύχια ζώου 2. (κατά τον αρχ. Σχολ.) «οἱ μὲν νομίζουσι τὸν κέρασι καὶ ὄνυξι χρώμενον, οἱ δὲ τὸν ὀξύκερόν φασι, ὡς τοῡ ὄνυχος ἐνταῡθα τὴν ὀξύτητα δηλοῡντος … Dictionary of Greek